- πλακούντων
- πλακόωface withpres part act masc/neut gen plπλακόωface withpres imperat act 3rd plπλακοῦςflat cakemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύβιος — ο (Α ἡδύβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία αρχ. 1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή… … Dictionary of Greek
πλακουντάριος — ὁ, ΜΑ ο κατασκευαστής πλακούντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. καμηλ άριος] … Dictionary of Greek
πλακουντήριος — ον, Α [πλακοῡς, οῡντος] ο χρήσιμος για την κατασκευή πλακούντων … Dictionary of Greek
πλακουντοποιϊκός — ή, όν, Α [πλακουντοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή πλακούντων … Dictionary of Greek
πλακουντοποιός — όν, MA το αρσ. ως ουσ. ο πλακουντοποιός ο κατασκευαστής πλακούντων, ο ζαχαροπλάστης αρχ. (για πόλη ή χώρα) αυτός που κατασκευάζει πλακούντες («πλακουντοποιὸν ὠνομασμένην Σάμον», Σώπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + ποιός*] … Dictionary of Greek
Αιγίμιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς και νομοθέτης των Δωριέων, την εποχή που αυτοί κατοικούσαν στη Θεσσαλία. Ήταν γιος του Δώρου, γενάρχη των Δωριέων. Οργάνωσε τους Δωριείς σε πολιτεία και το νομοθετικό του έργο ήταν τέτοιο, που εξυμνήθηκε αργότερα… … Dictionary of Greek
Κέκροπας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αγαθός δαίμονας του παλιού βασιλικού ανακτόρου της ακρόπολης της αρχαίας Αθήνας, Κεκροπίας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν μισός άνθρωπος, μισός φίδι και λατρευόταν στο Κεκρόπιο (βλ. λ.) του Ερεχθείου, όπου πίστευαν… … Dictionary of Greek